- ευνουχισμός
- Η εκτομή των γεννητικών οργάνων (όρχεις) του αρσενικού. Ο ε. προκαλεί εξαφάνιση των δευτερευόντων χαρακτήρων του φύλου αλλά και της σεξουαλικής παρόρμησης. Στα ζώα εκτροφής, ο ε. γίνεται για οικονομικούς λόγους, για να γίνονται δηλαδή πιο παχιά και με πιο νόστιμο κρέας.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο ε. ήταν ελάχιστα διαδεδομένος. Πάντως, ο Λουκιανός στον διάλογό του Ευνούχος αναφέρει ότι ο ευνούχος Βαγώας, για να υπερασπίσει τον εαυτό του, έλεγε πως ο Αριστοτέλης τιμούσε πολύ τον επίσης ευνούχο φιλόσοφο Ερμεία. Αργότερα, στην ελληνιστική περίοδο, με την επαφή του ελληνικού στοιχείου με την Ανατολή, το έθιμο ήταν συχνότερο. Ακόμα μεγαλύτερη υπήρξε η διάδοσή του στη Ρώμη, όπου θεσπίστηκαν νόμοι για την καταπολέμησή του, επειδή πολλοί γονείς ευνούχιζαν τα παιδιά τους, για να τους εξασφαλίσουν καλές θέσεις. Αργότερα, στο Βυζάντιο οι ευνούχοι είχαν καταλάβει ανώτατα αξιώματα.
Στη Μικρά Ασία, πολλοί νέοι ευνουχίζονταν από θρησκευτικό φανατισμό, κατά τη διάρκεια των εορτών τοπικών θεοτήτων. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Τούρκοι παρέλαβαν από τους Βυζαντινούς τη συνήθεια να ευνουχίζουν άντρες, τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως φύλακες στα χαρέμια τους. Στην πραγματικότητα, όμως, μόνο μαύροι ευνούχοι φύλαγαν τα χαρέμια, τους οποίους αγόραζαν από τα σκλαβοπάζαρα των παραλίων της Ερυθράς θάλασσας. Υπήρχαν ωστόσο και λευκοί ευνούχοι, που είχαν μεγάλα αξιώματα στον τουρκικό στρατό, αν και ο ισλαμισμός απαγορεύει τον ε. Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού ο ε. δεν αποτελούσε εμπόδιο για όσους ήθελαν να γίνουν ιερείς, εφόσον αυτοί που επρόκειτο να χειροτονηθούν είχαν ευνουχιστεί σε βρεφική ηλικία ή για θεραπευτικούς λόγους.
* * *και μουνουχισμός, ο (ΑΜ εὐνουχισμός)[εὐνουχίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ευνουχίζω, χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η στείρωση.
Dictionary of Greek. 2013.